ῥιγεδανός — ῥῑγεδανός , ῥιγεδανός making one shudder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιγεδανῶν — ῥῑγεδανῶν , ῥιγεδανός making one shudder fem gen pl ῥῑγεδανῶν , ῥιγεδανός making one shudder masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιγεδανόν — ῥῑγεδανόν , ῥιγεδανός making one shudder masc acc sg ῥῑγεδανόν , ῥιγεδανός making one shudder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκεδανός — ή, όν, Α πικρός, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «πτολέμοιο μέγα στόμα πευκεδανοϊο», Ομ. Ιλ. β. «πευκεδανὴν θάλασσαν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται από το ουσ. πεύκη, αλλά ο ακριβής τρόπος σχηματισμού είναι αβέβαιος. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο η… … Dictionary of Greek
ῥιγεδαναῖς — ῥῑγεδαναῖς , ῥιγεδανός making one shudder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιγεδαναί — ῥῑγεδαναί , ῥιγεδανός making one shudder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιγεδανοῖσιν — ῥῑγεδανοῖσιν , ῥιγεδανός making one shudder masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιγεδανοῦ — ῥῑγεδανοῦ , ῥιγεδανός making one shudder masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιγεδανάς — ῥῑγεδανά̱ς , ῥιγεδανός making one shudder fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιγεδανῆς — ῥῑγεδανῆς , ῥιγεδανός making one shudder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)